φιρί φιρί

φιρί φιρί
(λ. τουρκ.), επίρρ. τροπ., επίμονα, επίτηδες, σκόπιμα: Πάει φιρί φιρί για καβγά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φιρί φιρί — Ν (επιρρμ. φρ.) 1. επίμονα, σκόπιμα («φιρί φιρί για καβγά τό πάει») 2. οπωσδήποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. firil firil «κυκλικά». Η άποψη ότι ο τ. προέρχεται από τη φρ. θυρί θυρί δεν θεωρείται πιθανή] …   Dictionary of Greek

  • φυρί φυρί — Ν βλ. φιρί φιρί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”